αψιφιά
Смотреть что такое "αψιφιά" в других словарях:
Αψιφιά — Ακατοίκητο νησί του Κορινθιακού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλαξιδίου το νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
σέριφο — το / σέριφον, ΝΑ [σέριφος] το γνωστό με τη λόγια ονομασία αψίνθιον το θαλάσσιον φυτό ή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, το είδος Αrtemisia arborescens, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αψιθιά, αψιφιά ή πισιδιά … Dictionary of Greek