αψιφιά

αψιφιά
η см. αψιθιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αψιφιά" в других словарях:

  • Αψιφιά — Ακατοίκητο νησί του Κορινθιακού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλαξιδίου το νομού Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • σέριφο — το / σέριφον, ΝΑ [σέριφος] το γνωστό με τη λόγια ονομασία αψίνθιον το θαλάσσιον φυτό ή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, το είδος Αrtemisia arborescens, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αψιθιά, αψιφιά ή πισιδιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»